- Περσαίου
- Περσαῖοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… … Dictionary of Greek
Ερμαγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Αμφιπολίτης (3ος αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Ζήνωνα και του Περσαίου. 2. Ο Τημνίτης (2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Τήμνο της Αιολίδας. Υπήρξε ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος, αρχηγός της ροδιακής… … Dictionary of Greek